- αργατιά
- η1) рабочие, рабочий люд; рабочий класс; 2) с.-х. звено, бригада
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αργατιά — η 1. ομάδα εργατών που ασχολείται με κάποιο αγροτικό έργο: Είχε αργατιά για να μαζέψει τις ελιές του. 2. το σύνολο των εργατών, η εργατική τάξη: Στις εκλογικές του περιοδείες προσπαθούσε να κερδίσει την αργατιά και την αγροτιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργατιά — η 1. εργασία σε κτήμα ή σπίτι άλλου με αμοιβή, μεροκάματο 2. εργασία ομαδική, χωρίς μισθό, που γίνεται για κάποιον άλλο 3. το σύνολο των εργατών που απασχολούνται σε μια δουλειά 4. η εργατική τάξη, ο κόσμος των εργατών … Dictionary of Greek
αργαστήρι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 35 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικού Σελίνου. * * * αργάτης, αργατιά κ.λπ. βλ. εργαστήρι, εργάτης κ.λπ … Dictionary of Greek